- ποτιτρόπαιος
- ποτιτρόπαιοςmasc/fem nom sgπροστρόπαιοςturning oneself towardsmasc/fem nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποτιτρόπαιος — ον, Α (δωρ. τ.) προστρόπαιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + τρόπαιος (< τροπή < τροπή), πρβλ. απο τρόπαιος, προσ τρόπαιος) … Dictionary of Greek
ποτιτρόπαιον — ποτιτρόπαιος masc/fem acc sg ποτιτρόπαιος neut nom/voc/acc sg προστρόπαιος turning oneself towards masc/fem acc sg (doric) προστρόπαιος turning oneself towards neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… … Dictionary of Greek